- ειδησεολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειδησεολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδησεολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)